ἱερεία

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερεία Medium diacritics: ἱερεία Low diacritics: ιερεία Capitals: ΙΕΡΕΙΑ
Transliteration A: hiereía Transliteration B: hiereia Transliteration C: iereia Beta Code: i(erei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἱερεύω)

   A sacrifice, festival, LXX4 Ki.10.20.    II = ἱερατεία, CIG3491.23 (Thyatira).    III Cypr.ἰερηϝίjα, sanctuary, τᾶς Ἀθάνας Inscr.Cypr.135.20H. (v B.C.).

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, die Priesterwürde, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερεία: ἡ, (ἱερεύω) θυσίαἑορτή, πανήγυρις, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄. 20). ΙΙ. = ἱερατεία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491. 23.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία)
αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές
νεοελλ.
«ιέρεια της τέχνης» — διάσημη ηθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ιερεύς (πρβλ. βασιλεύς - βασίλεια). Η ύπαρξη μυκηναϊκού τ. ijereja πιστοποιεί ότι ο τ. ιέρεια δεν ανάγεται σε ιερ-ηFία, εκτός αν υποτεθεί μια ιδιαίτερη φωνητική λειτουργία].