κατάκοπος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοπος Medium diacritics: κατάκοπος Low diacritics: κατάκοπος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katákopos Transliteration B: katakopos Transliteration C: katakopos Beta Code: kata/kopos

English (LSJ)

ον,

   A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8.    II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.

German (Pape)

[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brisé de fatigue, épuisé.
Étymologie: κατά, κόπος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάκοπος, -ον)
αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)
αρχ.
κοπιαστικός, επαχθής.
επίρρ...
κατάκοπα
κουρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»].