ἀποσκυβαλίζω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A treat as vile refuse, Sch.Pi.P.3.22; pollute a tomb, prob. in CIG3927 (Hierapolis):—Pass., to be cast forth as excrement, Epict.Gnom.19:—hence Subst. ἀποσκῠβᾰλ-ισις, εως, ἡ, Sch.Ar.Pl.1184.
German (Pape)
[Seite 325] die Spreu davon thun, wegwerfen, Synes.; auch übertr., Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκῠβᾰλίζω: μέλλ. - ίσω, θεωρῶ τι ὡς σκύβαλον καὶ ἑπομένως ἀπορρίπτω αὐτό, Μελέτ. ἐν Ἀν Ὀξ. τ. 3. σ. 95, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 7. 22, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3927: - ἀποσκυβάλισις, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1185.
Spanish (DGE)
rechazar, despreciar τὰ περιττά Synes.Calu.7, ἡμᾶς Gr.Naz.Ep.88, cf. Sch.Pi.P.3.22a
•ensuciar una tumba IAlt.Hierap.338.6
•en v. med. arrojar como desecho alimentos, Epict.Gnom.19.
Greek Monolingual
ἀποσκυβαλίζω (Α)
ξεχωρίζω τα σκύβαλα από το στάρι, θεωρώ κάτι άχρηστο και το πετώ.