Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
(Α ἀνακόπτω)
σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ
αρχ.
1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω
2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση
3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κόπτω.
ΠΑΡ. ανακοπή
νεοελλ.
ανακοπτικός].