κορθύνω
From LSJ
τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
English (LSJ)
or κορθύω, (κόρθυς)
A lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th.853; εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7; ὕπερθε δὲ . . ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322.
Greek (Liddell-Scott)
κορθύνω: ἴδε ἐν λ. κορθύῳ.
French (Bailly abrégé)
amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.
Greek Monolingual
κορθύνω και κορθύω (Α) κόρθυς
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνω («Ζεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).