κόπανο
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
(I)
το (ΑM κόπανον)
το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι
νεοελλ.
1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα της πλύσης, ο κόπανος
2. λαϊκή ονομασία του φυτού λάπαθο το πολύχρωμο
μσν.
φρ. «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος
αρχ.
τσεκούρι, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, ξό-αν-ον)].———————— (II)
κόπανο, τὸ (Μ)
είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. copano].