ευμεγέθης

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek Monolingual

-ες (Α εὐμεγέθης, -ες)
αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικοςεὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ψηλός, εύσωμοςεὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικόςεὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέγεθος.