κώμα
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
Greek Monolingual
το (Α κῶμα)
λήθαργος, βαρύς ύπνος (ἦ με μαλακὸν περὶ κώμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική απώλεια της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με διατήρηση όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής
αρχ.
νοσηρή τάση για ύπνο, ληθαργική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. kōi-mņ, συνδεόμενη με το κεῖμαι (πρβλ. και κοιμάμαι). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το κάμνω, άποψη όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν νωρίς διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. coma].