λείρινος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείρῐνος Medium diacritics: λείρινος Low diacritics: λείρινος Capitals: ΛΕΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: leírinos Transliteration B: leirinos Transliteration C: leirinos Beta Code: lei/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of lilies, χρῖσμα Dsc.3.102; ἔλαιον Gal.19.119.    II like a lily, ἄνθος prob. in Thphr.HP3.18.11.

German (Pape)

[Seite 26] von Lilien gemacht, Diosc., auch ἄνθος, lilienartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λείρῐνος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ λειρίων, κρίνων, χρῖσμα Διοσκ. 3. 116. ΙΙ. ὡς κρίνον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18. 11.

Greek Monolingual

λείρινος, -ίνη, -ον (Α) λείριον
1. κατασκευασμένος από κρίναἔλαιον λείρινον», Γαλ.)
2. αυτός που μοιάζει με κρίνο
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνοάνθος λείρινον», Θεόφρ.).