κυπρισμός

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρισμός Medium diacritics: κυπρισμός Low diacritics: κυπρισμός Capitals: ΚΥΠΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kyprismós Transliteration B: kyprismos Transliteration C: kyprismos Beta Code: kuprismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bloom of the olive or vine, LXX Ca.7.12, Eust.1095.23.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, die Knospe, Blüthe, bes. die weiße des Oelbaums oder des Weinstocks, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρισμός: ὁ, ἡ ἄνθησις τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμπέλου, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ζ΄, 12), Εὐστ. 1095. 23.

Greek Monolingual

κυπρισμός, ὁ (Α) κυπρίζω
το άνθος ή η άνθηση της ελιάς ή της αμπέλου («ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος
ἤνθησεν ὁ κυπρισμός», ΠΔ).