κρώπιον
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
τό,
A scythe, bill-hook, Pherecyd.154 J.:—in Hsch. κρώβιον (κρόβ- cod.).
German (Pape)
[Seite 1517] τό, die Sichel; Pherecyd. bei Poll. 10, 128; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κρώπιον: τό, δρέπανον, θέριστρον, Φερεκύδ. (110) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 128· παρ᾿ Ἡσύχ. κρώβιον.
Greek Monolingual
κρώπιον και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α)
1. δρέπανο
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < κρώψ- και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (s)krō-p- της ΙΕ ρίζας (s)kre-p-, που αποτελεί παρεκτεταμένη (με χειλικό -ρ-) μορφή της ρίζας (s)kre- «κόβω». (Πρόκειται για παράλληλη μορφή της ρίζας (s)ker-, πρβλ. καρπός (Ι), σκέπαρνος, σκορπίος). Το επίθημα -ιον της λ. κρώπ-ιον δηλώνει εργαλείο (πρβλ. ακόντ-ιον, λυχν-ίον, χαλκ-ίον). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. kŗpāna- «ξίφος», μέσ. ιρλδ. corran «δρέπανο», λιθουαν. kerpu, kirpti «κόβω» και λατ. carpō «δρέπω καρπούς, καρπολογώ»].