επαΐω
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
(Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω)
νεοελλ.-αρχ.
η μτχ. επαΐων, επαΐοντες
οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ' έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες
αρχ.
1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.)
2. αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, διακρίνω («καταγελώμενος μὲν οὐκ ἐπαΐεις ὑπ' ἀνδρῶν», Αριστοφ.)
3. εννοώ, καταλαβαίνω
(«τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω», Σοφ.)
4. γνωρίζω καλά, είμαι γνώστης («μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αΐω «αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω»].