λινόζευκτος

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόζευκτος Medium diacritics: λινόζευκτος Low diacritics: λινόζευκτος Capitals: ΛΙΝΟΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: linózeuktos Transliteration B: linozeuktos Transliteration C: linozefktos Beta Code: lino/zeuktos

English (LSJ)

δεσμός

   A flaxen bond, Opp.H.4.79.

German (Pape)

[Seite 49] mit flächsenen Fäden verbunden, δεσμός, Opp. Hal. 4, 79.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόζευκτος: -ον, συνδέων διὰ λινῶν σχοινίων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 79.

Greek Monolingual

λινόζευκτος, -ον (Α)
συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί-ζευκτος, τετρά-ζευκτος].