μισανοίγω

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Greek Monolingual

και μισοανοίγω
1. ανοίγω λίγο ή ανοίγω διστακτικά (α. «μισάνοιξα το παράθυρο, για να μπει λίγο φως» β. «μισάνοιξα τα μάτια»)
2. (για τα φυτά) βρίσκομαι στην αρχή της βλάστησης, μόλις αρχίζω να βλαστάνω, να βγάζω φύλλα («μισάνοιξαν οι αμυγδαλιές»)
3. (για τα άνθη) αρχίζω να ανοίγω τα πέταλα, αρχίζω να μπουμπουκιάζω («μισανοίγουν τα τριαντάφυλλα»).