ανάλωμα

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα)
δαπάνη, έξοδο
αρχ.
1. ζημιά, βλάβη, απώλεια
2. αναθυμίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το -η- της ρηματ. αυξήσεως του ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο παράλληλος τ. ἀνήλωμα].