αναστόμωση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναστόμωσις) [[ἀναστομῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναστομώνω
νεοελλ.
1. ανατ. φυσιολογική πλευρική σύνδεση μεταξύ δύο αγγείων ή νεύρων
2. ιατρ. εγχειρητική ένωση δύο κοίλων οργάνων
3. βοτ. συνένωση διακλαδώσεων διαφόρων οργανικών μερών ενός φυτού, λ.χ. τών νεύρων τών φύλλων.