αναστόμωση
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek Monolingual
η (Α ἀναστόμωσις) [[ἀναστομῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναστομώνω
νεοελλ.
1. ανατ. φυσιολογική πλευρική σύνδεση μεταξύ δύο αγγείων ή νεύρων
2. ιατρ. εγχειρητική ένωση δύο κοίλων οργάνων
3. βοτ. συνένωση διακλαδώσεων διαφόρων οργανικών μερών ενός φυτού, λ.χ. τών νεύρων τών φύλλων.