ανδάνω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
ἁνδάνω (Α)
1. (προσ.) είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ
2. απρόσ. (για σύνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω τη γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανήκει στην οικογένεια των ήδομαι, ηδύς κ.λπ. Δεν παρατηρείται ακριβής αντιστοιχία με τ. άλλων γλωσσών
συνδέεται μόνο με τα αρχαία ινδ. svadati, svadate «αρέσω» καί τα λατ. suādeō «συμβουλεύω», suavis «ευχάριστος». (Πρβλ. αττ. ἥδομαι, δωρ. ᾱδάνω καθώς και κρητ. ἔFaδε, αιολ. εὔαδε (< ἔ-σFαδ-ε), λοκρ. FεFαδηκότα, με τα οποία πιστοποιείται η παρουσία του F στον τ.].