ἀνδρογόνος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρογόνος Medium diacritics: ἀνδρογόνος Low diacritics: ανδρογόνος Capitals: ΑΝΔΡΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: androgónos Transliteration B: androgonos Transliteration C: androgonos Beta Code: a)ndrogo/nos

English (LSJ)

ον,

   A begetting men, ἡμέρα ἀ. a day favourable for begetting (or for the birth of) male children, Hes. Op.783,788.

German (Pape)

[Seite 218] ἡμέρα Hes. O. 781, der Erzeugung von (Männern) Knaben günstig, Ggstz κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστι γενέσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρογόνος: -ον, [[[ἡμέρα]]] ἀνδρογόνος, πρόσφορος πρὸς γέννησιν ἀρρένων τέκνων, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 781, 786.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des hommes, càd des enfants mâles.
Étymologie: ἀνήρ, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
que favorece el nacimiento de varones (ἡμέρα) Hes.Op.783, 788, 794.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀνδρογόνος, -ον)
νεοελλ.
βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα
α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση
β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες
αρχ.
ευνοϊκός για τη γέννηση αρσενικών παιδιών.