ανέλκω

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀνέλκω)
1. έλκω προς τα πάνω, ανασύρω
2. (για πλοία) τραβώ στην ξηρά
αρχ.
1. σύρω έξω, αποκαλύπτω
2. τραβώ προς τα πίσω, τεντώνω («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν»)
3. οδηγώ σέρνοντας κάποιον (στο δικαστήριο)
4. (μέσ. -ομαι)
α) τραβώ, βγάζω
«ἔγχος ἀνελκομένον» (τραβώντας το σπαθί από το πτώμα του αντιπάλου)
β) ξεριζώνω, μαδώ
«ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσὶ τίλλων ἐκ κεφαλῆς».