ἀνεπαίσθητος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπαίσθητος Medium diacritics: ἀνεπαίσθητος Low diacritics: ανεπαίσθητος Capitals: ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: anepaísthētos Transliteration B: anepaisthētos Transliteration C: anepaisthitos Beta Code: a)nepai/sqhtos

English (LSJ)

ον,

   A unperceived, imperceptible, Ti.Locr. 100b, Plu.2.1062b, Luc.Sat.33. Adv. -τως Simp. in Cat.309.3.    2 Act., not perceiving, τινός Plb.28.1.6, Longin.4.1. OGI194(Egypt. Adv. -τως Ph.Fr.70H., Hippiatr.38, Svrian. in Metaph.100.38, Simp. in Ph.1198.39.

German (Pape)

[Seite 224] 1) nicht fühlbar, κίνησις Plat. Locr. 100 b; δαπάνη, unmerklich, Luc. Ep. Sat. 33. – 2) nicht bemerkend, τινός, etwas, Longin. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπαίσθητος: -ον, ἀπαρατήρητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ, ὡς καὶ νῦν, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Πλούτ. 2. 1062Β, Λουκ. Κρον. 33. 2) ἐνεργ. ὁ μὴ παρατηρῶν τι, τινός, Λογγῖν. 4. 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 13, - Ἐπίρρ. -τως Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insensible, que l’on ne sent pas, dont on ne s’aperçoit pas, imperceptible.
Étymologie: ἀ, ἐπαισθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se da cuenta de c. gen. τῶν σφετέρων Plb.38.1.6, ταῖς θέαις ἡ πόλις καὶ σχολαῖς ταῖς δημοτικαῖς ἀνεπαίσθητος λιμοῦ con los espectáculos y las diversiones públicas la ciudad se olvida del hambre Ps.Dicaearch.1.2, cf. OGI 194.13 (Egipto II d.C.), Longin.4.1, ἑαυτοῦ Hierocl.p.23.
2 imperceptible διαφορά Plu.2.1062d, φιλοτιμήματα Luc.Nau.40, cf. Sat.33.
II adv. -ως sin darse cuenta Ph.Fr.p.70., Hippiatr.38.9, Syrian.in Metaph.100.38, Simp.in Ph.1198.39
imperceptiblemente Ti.Locr.100c, Simp.in Cat.309.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπαίσθητος, -ον) επαισθάνομαί
μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει
νεοελλ.
μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος.