ανορθώνω
Greek Monolingual
(AM ἀνορθῶ -όω)
1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω
2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ
αρχ.
1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω
2. διορθώνω, επανορθώνω.
(AM ἀνορθῶ -όω)
1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω
2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ
αρχ.
1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω
2. διορθώνω, επανορθώνω.