αντιδίδωμι

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.