αντιπάθεια
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η (AM ἀντιπάθεια)
αποστροφή, απέχθεια
αρχ.-μσν.
1. η αντίθεση, η αντίδραση
2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση
3. το αντίδοτο
4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων
αρχ.
1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ' αυτό που θα τον ευχαριστούσε)
2. (Μετρ.) αντιστροφή, αντίσπαση του ρυθμού: ∪ - - ∪