αντιτίθεμαι
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
(AM ἀντιτίθεμαι κ. -τίθημι)
1. είμαι αντίθετος σε κάτι, έχω διαφορετική άποψη για κάτι
2. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι σε κάποιον
αρχ.
(-τίθημι)
1. αντιτάσσω
2. συγκρίνω
3. τοποθετώ κάτι ως αντάλλαγμα ή αντίτιμο.