ἀνυτικός

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠτικός Medium diacritics: ἀνυτικός Low diacritics: ανυτικός Capitals: ΑΝΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anytikós Transliteration B: anytikos Transliteration C: anytikos Beta Code: a)nutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ἀνυστικός, effective, X.Eq.Mag.2.6 (Comp.), Oec.20.22 (Sup.), Plb.8.3.3 (Comp.); λόγοι S.E.M.9.182 (Sup.); of persons, J.BJ5.9.1 (Comp.), 1.17.8 (Sup.).    2 rapid, ἀνυτικωτέραν ποιε̄ν τὴν κίνησιν Arist.PA682b1. Adv.-κῶς [Longin.]Rh.p.190H.

German (Pape)

[Seite 267] = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῠτικός: -ή, -όν, = ἀνυστικός, Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) ὁρμητικός, ταχύς, ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui conduit à un résultat, efficace.
Étymologie: ἀνύτω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): át. ἁνυτικός X.Eq.Mag.2.6, Oec.20.22
I 1de cosas efectivo τὸ παραγγέλλειν ... πολὺ ἁνυτικώτερον X.Eq.Mag.l.c., cf. Oec.l.c., S.E.M.9.182, I.BI 5.361.
2 eficiente de pers. καταλιπὼν δὲ τοὺς ἀνυτικωτάτους τῶν ἑταίρων I.BI 1.344.
II rápido ἀνυτικωτέραν ... ποιεῖν τὴν κίνησιν Arist.PA 682b1.
III adv. -ῶς de manera efectiva Longin.Rh.p.190.

Greek Monolingual

ἀνυτικός, -ή, -όν (Α)
1. ανυστικός
2. ορμητικός, ταχύς.