ἀπαράσημος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράσημος Medium diacritics: ἀπαράσημος Low diacritics: απαράσημος Capitals: ΑΠΑΡΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: aparásēmos Transliteration B: aparasēmos Transliteration C: aparasimos Beta Code: a)para/shmos

English (LSJ)

ον,

   A not counterfeit, Hsch.    II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.

German (Pape)

[Seite 279] unverfälscht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράσημος: -ον, ἀπαραποίητος, ἀκίβδηλος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = ἀπαρασήμαντος, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no falsificado κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.
2 que no tiene título, sin título de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21.

Greek Monolingual

ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.