απεχθάνομαι

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

(AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) έχθος
αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ
αρχ.
1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι
2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου
3. προκαλώ το μίσος ή την οργή.