αποτέλεσμα
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Greek Monolingual
το (AM ἀποτέλεσμα) αποτελώ
1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης
2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα
αρχ.
1. αποτελείωση, συμπλήρωση
2. γεγονός, συμβάν
3. συμπέρασμα, πόρισμα
4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη.