Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
ἀπομύσσω (αττ., -ττω) (Α)
1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου
2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω
3. (-ομαι) εξαπατώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»].