απομύσσω

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

ἀπομύσσω (αττ., -ττω) (Α)
1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου
2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω
3. (-ομαι) εξαπατώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»].