αποτέφρωση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, -τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο].