αποσχίζω
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
κ. -σκίζω (AM ἀποσχίζω)
1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω
2. (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός
νεοελλ.
1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο
2. (-ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη, αποσκιρτώ
αρχ.
φρ. «ἀποσχίζω τινὰ τοῡ λόγου» — διακόπτω κάποιον που μιλά.