αυτίκα

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

(AM αὐτίκα) επίρρ.
ευθύς, αμέσως, στη στιγμή
μσν.
τότε
αρχ.
1. μόλις, ευθύς
2. τώρα, αυτή τη στιγμή
3. εντός ολίγου, σε λίγο
4. παραδείγματος χάριν
5. οπωσδήποτε
6. (με άρθρο) α) «ὁ αὐτίκα φόβος»
στιγμιαίος φόβος
«ἡ αὐτίκα ἡμέρα» — αυτή η ημέρα
γ) τὸ αὐτίκα
το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός και ιωνικός τ., που ετυμολογικά συνδέεται με τα αυ, αύτι-ν, αυτός, φέρει δε το ίδιο ληκτικό μόρφημα -κα με τα ηνί-κα, ό-κα, πό-κα, τηνί-κα].