αφέλκω

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ἀφέλκω (Α)
1. αποσπώ, σέρνω βίαια
2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα
3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού
4. (δέρμα) γδέρνω
5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ
6. (για υγρά) ρουφώ
7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + έλκω].