αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
ἀφέλκω (Α)
1. αποσπώ, σέρνω βίαια
2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα
3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού
4. (δέρμα) γδέρνω
5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ
6. (για υγρά) ρουφώ
7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + έλκω].