αφέλκω
From LSJ
ἀφέλκω (Α)
1. αποσπώ, σέρνω βίαια
2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα
3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού
4. (δέρμα) γδέρνω
5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ
6. (για υγρά) ρουφώ
7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + έλκω].