ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
ἀφέλκω (Α)
1. αποσπώ, σέρνω βίαια
2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα
3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού
4. (δέρμα) γδέρνω
5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ
6. (για υγρά) ρουφώ
7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + έλκω].