Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αψιθιά

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀψίνθιον, Μ και ἀψινθία, η)
το φυτό άψινθος
νεοελλ.
πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αψίνθιον και αψινθία < άψινθος, το δε νεοελλ. αψιθιά < αψινθία, με σίγηση του έρρινου πριν από τα φ, χ, θ, (πρβλ. αθρακιά < ανθρακιά, γοφός < γόμφος, νύφη < νύμφη, πεθερός < πενθερός κ.ά.)].