ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
η (AM ἀψίνθιον, Μ και ἀψινθία, η)
το φυτό άψινθος
νεοελλ.
πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αψίνθιον και αψινθία < άψινθος, το δε νεοελλ. αψιθιά < αψινθία, με σίγηση του έρρινου πριν από τα φ, χ, θ, (πρβλ. αθρακιά < ανθρακιά, γοφός < γόμφος, νύφη < νύμφη, πεθερός < πενθερός κ.ά.)].