βόμβυξ

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόμβυξ Medium diacritics: βόμβυξ Low diacritics: βόμβυξ Capitals: ΒΟΜΒΥΞ
Transliteration A: bómbyx Transliteration B: bombyx Transliteration C: vomvyks Beta Code: bo/mbuc

English (LSJ)

ῡκος, ὁ,

   A silk-worm, Arist.HA ap.Ath.7.352f.    b insect like a wasp, Hsch.    2 silk garment, Alciphr.1.39.    II deeptoned flute, A.Fr.57.3, Arist.Aud.800b25, Poll.4.82, Plu.2.713a.    2 cap of a flute, Poll.4.70.    3 lowest note on the flute, Arist.Metaph. 1093b3:—hence Comp. βομβυκέστερος, deeper in tone, Nicom.Harm. 11.    III Lacon., = στάμνος, Hsch., AB1354.

German (Pape)

[Seite 453] υκος, ὁ, 1) Seidenraupe, Arist. bei Ath. VIII, 352 f; bei Alciphr. 1, 39 die Seide selbst. – 2) Nach Poll. 4, 70. 82 ein Theil der Flöte, u. eine Art Flöte selbst, Aesch. frg. 54; vgl. Plut. Symp. 7, 8, 4, neben πολυχορδίαι, von rauschenden Blaseinstrumenten. – 3) die Luftröhre der Vögel, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

βόμβυξ: -ῡκος, ὁ, μεταξοσκώληξ, εἶδος τοιαύτης κάμπης (πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. παρ’ Ἀθην. 352F. 2) μέταξα ἢ μεταξοειδὴς κλωστή, Ἀλκίφρων 1. 39. ΙΙ. εἶδος αὐλοῦ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 13. 6, 8, Πολυδ. Δ΄, 82· ἢ μέρος αὐλοῦ, αὐτόθι 70. ― Ἐντεῦθεν βομβυκίας κάλαμος Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 3· ἴδε Chapell Hist. of Anc. Mus. σ. 268 κἑξ. παρ’ Ἀριστ. Ἀκουσμ. 11, 11, ὁ λάρυγξ τῶν πτηνῶν. ΙΙΙ. παρὰ Λάκωσι, = στάμνος Α. Β. 1354.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
insecte ou instrument bourdonnant ; flûte.
Étymologie: βόμβος.

Spanish (DGE)

-υκος, ὁ

• Prosodia: [-ῡ-]
I mús.
1 plu. instrumento de viento hecho de madera flauta o albogue ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον A.Fr.57.3, cf. Arist.Aud.800b25, Plu.2.713a.
2 tb. plu., más concr. cuello de la flauta, Poll.4.70.
3 nota más grave de la escala musical ἀπὸ τοῦ βόμβυκος ἐπὶ τὴν ὀξυτάτην Arist.Metaph.1093b3 (= Pythag.B 27), cf. βομβυκής.
II entom.
1 gusano de seda Hsch.
capullo del gusano de seda en una fase evolutiva dif. de βομβυλιός q.u., Plin.HN 11.76, 77.
2 abejorro Hsch.
III rel. a las fibras textiles
1 tela o ropa de seda procedente de Arabia o Siria, Alciphr.4.14.4, Prop.2.3.15, Plin.HN 11.78, Gloss.4.313.
2 copo del algodón procedente de Egipto, Plin.HN 19.14.
IV recipiente del tipo στάμνος entre los laconios, Hsch., AB 1354.

• Etimología: Palabra viajera que viene de oriente y que prob. esté en el turco pámbuk, cf. πύμβαξ.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM βόμβυξ, -υκος)
ο μεταξοσκώληκας
αρχ.
μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως
πρβλ. οσμ. τουρκ. ambuk «βαμβάκι». Παράλληλα προς αυτό υπάρχει ο μσν. τ. πάμβαξ < περσ. ambak, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το βαμβάκι (ον) ].———————— (II)
βόμβυξ, ο (Α)
1. είδος αυλού με χαμηλές νότες
2. το λαρύγγι των πτηνών
3. είδος στάμνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βόμβυξ (ΙΙ) σχηματίστηκε με βάση τη λ. βόμβος και το εκφραστικό επίθημα -υκ-].