γαίηθεν
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A from the land, Opp.H.1.39. 2 out of the earth, ἐκφύεται γ. Orac. ap.Eus.PE6.2 (App.Anth.6.113); from the earth, ἀναστήσαντες Orac. ib.5.9 (App.Anth.6.162).
German (Pape)
[Seite 470] vom Lande her, Opp. H. 1, 39.
Greek (Liddell-Scott)
γαίηθεν: ἐπίρρ (γαῖα) ἐκ τῆς γῆς, Ὀππ. Ἁλ. 1.39. 2) «ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν γῆν», ἐκφύεται γ. Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 237Α.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): γαιόθεν A.D.Adu.188.30
adv.
1 de la tierra como elemento φῶτα γ. ἀναστήσαντες Orác. en App.Anth.6.162, cf. 113.
2 desde tierra firme ὃ (ὕδωρ) καὶ γ. ἰδέσθαι δεῖμα φέρει Opp.H.1.39.
3 de, desde el suelo γ. ἀναΐξας ἐδίωκον Orph.L.111; cf. γῆθεν.
Greek Monolingual
γαίηθεν επίρρ. (A) γαία
1. από τη γη
2. από το εσωτερικό της γης.