γαρίδα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

η
γενική ονομασία εδώδιμων Δεκάποδων Καρκινοειδών της υπόταξης Κολυμβητικά που μορφολογικά χαρακτηρίζονται από ένα ενιαίο χιτινώδες κάλυμμα του κεφαλοθώρακα (όστρακο), από πέντε ζευγάρια βαδιστικών ποδιών και από μια ανεπτυγμένη κοιλιά, πλευρικά πεπιεσμένη
2. φρ. «μάτι γαρίδα» — μάτι διεσταλμένο σαν της γαρίδας από την αϋπνία ή από μεγάλη επιθυμία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίδα, αιτιατική του αρχ. ονόματος καρίς «γενική ονομασία μικρών οστρακόδερμων, γαρίδα»].