γραμματιστής
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = γραμματεύς, clerk, registrar, Hdt.2.28, 3.123, IG7.1745 (Thespiae), SIG 529.4 (Dyme, iii B. C.), etc.: metaph., recorder, of memory (cf. γραμματεύς 2), Pl.Phlb.39b. II one who teaches γράμματα, elementary schoolmaster, X.Smp.4.27, Pl.Prt.312b, al., D.19.281, D.H.11.28, Diog.Oen.11, etc.
German (Pape)
[Seite 504] ὁ, Schulmeister, der im Lesen und Schreiben unterrichtet, Plat. Euthyd. 279 e 276 a (περὶ γραμμάτων γραφῆς καὶ ἀναγνώσεως); Prot. 312 a 326 c; ἐν γραμματιστοῦ τὰ γράμματα γράφειν, in der Schule, Charm. 159 c; Xen. Conv. 4, 27 u. Folgde. – Bei Her. 3, 123. 128. 7, 100 u. sonst = γραμματεύς, vgl. Poll. 4, 19.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτιστής: -οῦ, ὁ, = γραμματεύς, Ἡρόδ. 2. 28., 3. 123, κ. ἀλλ., Πλάτ. Φιλ. 39Β. ΙΙ. ὁ διδάσκων γράμματα, γραμματοδιδάσκαλος, Ξεν. Συμπ. 4, 27, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς Πρωτ. 312Β, 326D·― ἐντεύθεν γραμματιστική, ἡ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 44, Ἀν Ὀξ. 4. 311.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 scribe, secrétaire;
2 qui enseigne à lire et à écrire, maître d’école.
Étymologie: γράμμα.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): beoc. y dór. γραμματιστάς, -ᾶ IG 7.1745 (Tespias III a.C.), SIG 529.4 (Dime III a.C.), Schwyzer 403.5 (Epiro IV a.C.)
• Morfología: [gen. -έω Herod.3.9]
1 secretario Hdt.3.123, Schwyzer l.c., 482.8 (Tespias IV/III a.C.), IG l.c., c. gen. ὁ γ. τῶν ἱρῶν χρημάτων τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28, cf. CID 31.49 (IV a.C.), SIG l.c., Ph.2.60
•fig. ref. a la memoria archivero ζωγράφον, ὃς μετὰ τὸν γραμματιστὴν τῶν λεγομένων εἰκόνας ἐν τῇ ψυχῇ τούτων γράφει Pl.Phlb.39b.
2 maestro de primeras letras Pl.Prt.312b, Euthd.276a, c, X.Smp.4.27, D.19.281, Herod.l.c., Diog.Oen.21.5.5, Plu.2.738f, 776b, Cat.Ma.20, D.Chr.13.17, 15.19, Luc.Merc.Cond.4, Poll.4.18, D.H.11.28, D.L.10.2, D.C.24.2, 75.5.1, Olymp.in Alc.64.25, 70.12, 90.21, Hsch., Sch.D.T.323.23.
3 peyor. op. γραμματικός superficialmente culto Suet.Gram.Rhet.4.
Greek Monolingual
ο (AM γραμματιστής) γράμμα
γραμματοδιδάσκαλος
αρχ.
γραμματέας.