διαδίδω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

(AM διαδίδω και διαδίδωμι)
μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω
2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται
διαθρυλείται, φημολογείται)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, -η, -ο (ν)
αυτός που έχει διαδοθεί, εξαπλωμένος («διαδεδομένη νόσος», «μικρόβιο διαδεδομένο» κ.λπ.)
αρχ.
1. απονέμω, παρέχω
2. επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι
3. στρέφω, περιφέρω
4. (για την κοιλιά) εκκρίνω
5. χαλαρώνω, υποχωρώ, ενδίδω.