διακορής

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακορής Medium diacritics: διακορής Low diacritics: διακορής Capitals: ΔΙΑΚΟΡΗΣ
Transliteration A: diakorḗs Transliteration B: diakorēs Transliteration C: diakoris Beta Code: diakorh/s

English (LSJ)

ές,

   A = διάκορος, τινός Pl.Lg.629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.Or.2.65d: abs., Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 583] ές, ganz gesättigt, voll; τινός, von etwas, Plat. Legg. I, 629 b; auch τινί, Plut. Lyc. 15; vgl. B. A. 48.

Greek (Liddell-Scott)

διακορής: -ές, = διάκορος, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 629Β· τινὶ Πλούτ. Λυκ. 15.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
complètement rassasié.
Étymologie: cf. διάκορος.

Spanish (DGE)

-ές
1 completamente saciado, harto ref. a pers. y anim. τρέφειν καὶ διακορεῖς ποιεῖν Pl.Lg.810e, ὑπὸ πλήθους ὧν ἐνεφορήσαντο διακορεῖς Ph.1.388, cf. Plu.Lyc.15, gener. c. gen. de cosa αὐτῶν (τῶν ποιημάτων) Pl.Lg.629b, ὄψεών τε καὶ ὀσμῶν Ph.2.479, κρεῶν Plu.2.974c, τοῦ χρήματος Max.Tyr.1.6, δ. μέθης οὖσα completamente borracha D.C.61.13.3, λαμπρᾶς ... πομπῆς Iul.Or.3.65d, cf. Poll.5.151
tb. c. gen. de pers. αὐτῶν Aristid.Or.9.14, c. part. διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντες Ael.VH 9.8.
2 fig. de abstr. colmado, culminado κίνησις δ. καὶ πλήρης Plot.6.7.16, c. gen. ἐν τῷ ὄντι ... ὡς ... διακορεῖ τοῦ εἶναι ὅ ἐστι Dam.in Phlb.244
fig. de pers. muy versado τῶν φιλοσόφων λόγων Marin.Procl.11, cf. Simp.in Cael.80.14.

Greek Monolingual

διακορής, -ές (Α)
1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος
2. ο υπερβολικά γεμάτος
3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κορής < κόρος.