διαδύω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek (Liddell-Scott)

διαδύω: ἴδε διαδύνω.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao.2 διέδυν;
d’ord. au Moy. διαδύομαι.

Greek Monolingual

διαδύω και διαδύνω (AM)
χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου
αρχ.
1. διέρχομαι διά μέσου
2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω
3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες.