διαρρωγή
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Full diacritics: διαρρωγή | Medium diacritics: διαρρωγή | Low diacritics: διαρρωγή | Capitals: ΔΙΑΡΡΩΓΗ |
Transliteration A: diarrōgḗ | Transliteration B: diarrōgē | Transliteration C: diarrogi | Beta Code: diarrwgh/ |
ἡ,
A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.
διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.
διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.