διατυπώνω
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
(AM διατυπῶ, -όω)
δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω
μσν.
1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)
2. κανονίζω, προετοιμάζω
3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα»)
μσν.-αρχ.
1. σκέφτομαι, φαντάζομαι, σχηματίζω στο μυαλό μου
2. παριστώ, εικονίζω («ἐπὶ τοῡ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται παιδίον μετὰ γενέσεως σύμβολον»)
3. θεσπίζω, ρυθμίζω, καθορίζω («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῑσθαι... διετύπου»)
4. παθ. είμαι κανονισμένος με συμφωνία
αρχ.
1. δίνω δουλειά, προσλαμβάνω κάποιον
2. δείχνω, παρουσιάζω
3. (για σφραγίδες) είμαι χαραγμένος.