διαλαγχάνω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A divide or part by lot, Hdt.4.68, A.Th.789 (lyr.), 816 (tm.), X.Cyr.7.3.1, etc.; θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα δ. E.Ph.68: metaph., tear in pieces, Id.Ba.1291. II obtain a share by inheritance, Leg.Gort.8.4,24; obtain by lot, D.H.3.48. III share with, τινὶ λείας Procop.Goth.4.18.
German (Pape)
[Seite 585] (s. λαγχάνω), durchs Loos vertheilen; χρήματα Her. 4, 68; γῆν κατὰ τοὺς τόπους οἱ θεοὶ δ. Plat. Critia. 109 a; Xen. Cyr. 7, 3, 1. Uebh. = zerstückeln; Aesch. Spt. 816; Eur. Bacch. 1290, von Hunden.
Greek (Liddell-Scott)
διαλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ χωρίζω διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων κόπτω εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292.
French (Bailly abrégé)
f. διαλήξομαι, etc.
1 partager entre soi par la voie du sort;
2 partager violemment, déchirer, briser.
Étymologie: διά, λαγχάνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -λανκάνω ICr.4.72.5.50, 8.4, 45 (V a.C.)
• Morfología: [cret. aor. part. fem. διαλακόνσαν ICr.4.72.8.4, 24]
1 rel. c. la herencia obtener tras reparto, recibir en un reparto καί σφε σιδαρονόμῳ διὰ χερί ποτε λαχεῖν κτήματα A.Th.789 (tm.), θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν τόδε E.Ph.68, τōν δ' ἄλλον τὰν μι<ν>αν διαλακόνσαν obteniendo la mitad de las demás cosas, ICr.4.72.8.4, cf. 45 (V a.C.), τὰ ἱερὰ τοὺς ἀνιέρους διειληχότας Ph.2.306, cf. 327.
2 repartirse por sorteo τὰ χρήματα Hdt.4.68, Antipho Soph.B 116, ἅπασαν γῆν Pl.Criti.109b, c. gen. partit. διαλακόνσαν τōν κρɛ̄μάτον ICr.4.72.8.24 (V a.C.), c. gen. y dat. οὐδὲ τῆς λείας Κουτριγούροις διαλαγχάνοντες Procop.Goth.4.18.20
•gener. repartir(se) Ἀκτέωνα διέλαχον κύνες E.Ba.1291
•compartir de las almas μοίρας (τοῦ σώματος) διέλαχον Plot.4.3.6.
3 obtener por sorteo, tocar en suerte οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας ideas a las que les ha tocado en suerte una especie de disensión enemiga interna Pl.Plt.307c, τὰ ἱερεῖα X.Ath.2.9, τρεῖς (σημαίας) Plb.6.33.5, τὰς φυλακάς Plb.6.35.11, κώμας X.An.4.5.23, τόπον D.H.3.48, cf. 7.13, 9.52, τὸ οἰκεῖον Plu.2.719b, τὰ οἰκήματα Paus.6.20.11
•echar a suerte por turno sucesivo en los juegos διαλαγχάνειν οὖν αὐτούς, καὶ τὸν λαχόντα ... Seleuc.80, οὐ γὰρ ἐθέλουσιν ἀγώνων νόμῳ πρὸς ἀλλήλας διαλαγχάνειν Fauorin.de Ex.5.41.
Greek Monolingual
διαλαγχάνω (AM) λαγχάνω
1. διαιρώ ή διαμοιράζω με κλήρο
2. παίρνω με κλήρο
3. κατατεμαχίζω, κατασπαράζω.