διττός
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
German (Pape)
[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. δισσός.
Spanish (DGE)
v. δισσός.
Greek Monolingual
και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].