δρακόντιο

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

και δρακόντι, το (Α δρακόντιον)
1. ζωολ. παρασιτικός νηματώδης σκώληκας που προκαλεί στον άνθρωπο την ασθένεια δρακοντίαση
2. βοτ. δρακοντιά
3. είδος ψαριού, δρακόνι
4. φρ. ως επίθ. «δρακόντιο αίμα» — κόκκινη βαφή, κιννάβαρι
αρχ.
1. το υποκορ. του δράκος
2. τα δρακόντια
είδος σύκων.