εγκαλώ

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκαλῶ, -έω)
1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος
2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει
3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση
4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο
5. φέρνω αντίρρηση
6. επικαλούμαι
μσν.
1. παρακαλώ
2. αναφέρω, ανακοινώνω
3. εξομολογούμαι κάτι σε κάποιον
4. προσκαλώ
5. εγείρω αξιώσεις
6. παραπονιέμαι
7. προσφεύγω.