εἶδαρ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ατος, τό, Ep. word,
A food, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ., of the horses of the gods, Il.5.369, 13.35; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, on the table, Od.1.140, 4.56, etc.; ἄνθινον εἶ., of the Lotophagi, 9.84; μελίσσης ἄνθιμον εἶ., of honey-cakes, Orph.L.735, cf. Theoc.15.115. (ἔδϝαρ, cf. ἔδαρ, ἔδω.)
German (Pape)
[Seite 723] ατος, τό (ἔδω), das Essen, die Speise; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, Hom.; ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν Od. 9, 84; sp. D., wie Theocr. 15, 115; Futter für die Thiere, Il. 5, 389; Lockspeise, Köder für die Fische, Od. 12, 252, wie Apollnds. 23 (VII, 702).
Greek (Liddell-Scott)
εἶδαρ: -ατος, τό: (ἔδω, ὡς εἰ ἦν ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔδαρ): - Ἐπ. λέξ., τροφή, παρὰ δ’ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν θεῶν, Ἰλ. Ε. 369., Ν. 35· εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, κτλ.· ἄνθινον εἶδαρ, τῶν λωτοφάγων, Ὀδ. Ι. 84· μελίσσης ἄνθιμον εἶδαρ, μελίκηρον, «κηρήθρα», Ὀρφ. Λ. 729, πρβλ. Θεόκρ. 15. 115.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture.
Étymologie: ἔδω.
Spanish (DGE)
-ατος, τό
• Alolema(s): ἔδαρ Hsch.
1 alimento, comida εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα colocando encima abundantes alimentos, Od.1.140, 4.56, cf. Lyc.1250, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ. para caballos divinos Il.5.369, 13.35, ἄνθινον εἶ. ἔδουσιν comen alimento procedente de flores de los lotófagos Od.9.84, εἴδατα καὶ μέθυ A.R.1.456, ἐκ δίης ἠέρος εἶ. ἔδων ref. a las gotas de rocío, Call.Fr.1.34, εἶ. ... ἀγκίστρου φόνιον del cebo AP 7.702 (Apollonid.), μελίσσης ἄνθιμον εἶ. Orph.L.735, εἶ. ἐγὼ μερόπεσσι καὶ οὐ πόμα μοῦνον ὀπάσσω del fruto de la vid, Nonn.D.12.211, αἰθέρος ἄφθιτον εἶ. del maná, Nonn.Par.Eu.Io.6.31, op. ποτόν Nonn.Par.Eu.Io.4.34, εἶ. ὀλέθρου de la esponja empapada en vinagre ofrecida a Cristo en la cruz AP 15.28 (Anastasius Traulus)
•en reserva provisiones, víveres πολλὰ γὰρ ἐν Πριάμοιο ... μελάθροις εἴδατα κεῖται Q.S.10.22
•implicando elaboración pasteles, golosinas hechos con harina Theoc.15.115, utilizados como cebo, Opp.H.3.462, cf. 484.
2 acción de comer, ingestión c. gen. εἴδατι ... σελίνοιο AP 7.621.
• Etimología: De ἐδϝαρ < *ed- (cf. ἔδω, ἐσθίω) c. suf. *-u̯r̥.
Greek Monolingual
εἶδαρ, το (Α)
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του έδ-Fαρ < έδω
πρβλ. «έδαρ- βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα -wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy-ad-vara- «αδηφάγος»)].